-
1 ἐπακολούθημα
A consequence,τινός Plu.Nic.4
, Plot.6.2.9, Iamb.in Nic.p.38P. (pl.); consequentially,Alex.Aphr.
Fat.178.13, S.E.M.7.34;τὰ κατ ἐ. πάθη Anon.Lond.1.29
.II secondary consideration, Him.Ecl. 3.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπακολούθημα
-
2 επακολουθημα
- ατος τό (по)следствие(μεγαλουργίας Plut.)
προηγουμένως …, κατ΄ ἐ. Sext. — сначала …, впоследствии
См. также в других словарях:
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… … Dictionary of Greek